μαλλιάζω — μαλλιάζω, μάλλιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαλλιάζω — (Μ μαλλιάζω) [μαλλί] βγάζω μαλλιά, αποκτώ τρίχωμα νεοελλ. 1. (κυρίως για νεοσσούς πτηνών) βγάζω το πρώτο τρίχωμα 2. φρ. «μαλλιάζει η γλώσσα μου» λέγω κάτι πολλές φορές και ώσπου να εξαντληθώ, κουράζομαι να λέγω συνεχώς και ανώφελα τα ίδια… … Dictionary of Greek
σουρομαλλιάζω — Ν 1. αρπάζω κάποιον από τα μαλλιά 2. μέσ. σουρομαλλιάζομαι μαλλιοτραβιέμαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *συρομαλλιάζω (< σύρω + μαλλιάζω), πρβλ. ξε μαλλιάζω. Για την τροπή τού υ σε ου πρβλ. σύρω: σούρ(ν)ω] … Dictionary of Greek
αμάλλιαστος — και γος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει μαλλιά, τρίχες, άμαλλος, άτριχος 2. αυτός που δεν απέκτησε ακόμη μαλλιά, τρίχες ή φτερά, πούπουλα προκειμένου για πτηνά 3. (για πέτρες) αυτή, που επάνω της δεν φύτρωσε χόρτο, φυτό 4. (για αγόρια) ο μικρής… … Dictionary of Greek
αναμαλλιάζω — 1. (για εφήβους) αρχίζω να αποκτώ γένια, μαλλιάζω, βγάζω τρίχες 2. (για μάλλινα υφάσματα) χνουδιάζω 3. σηκώνονται οι τρίχες τού κεφαλιού μου από θυμό 4. ανατριχιάζω από το κρύο 5. κάνω τα μαλλιά μου άνω κάτω, τά ανακατώνω … Dictionary of Greek